ἡμιτριβής
From LSJ
English (LSJ)
ἡμιτριβές, (τρίβω)
A half worn out, χλαμύς PCair.Zen.92.5 (iii B.C.), cf. CPR27.8 (ii A.D.), Sch.Ar.Pl.729.
II blunt, ξοΐς BCH35.43 (Delos); λείστριον ib. 8.323 (ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτρῐβής: -ές, (τρίβω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, ῥάκος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡμιτριβής, -ές)
(για ρούχα) κατά το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ατριβής, εντριβής].