εὐφιλής

Revision as of 11:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A well-loved, χείρ A.Ag.34.    II Act., loving well, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐ. θεῶν Id.Eu.197.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφῐλής: -ές, ὁ λίαν φιλούμενος, εὐφιλῆ χέρα Αἰσχυλ. Ἀγ. 34. ΙΙ. ἐνεργ., λίαν φιλῶν, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλής θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 197.