ές,
A consisting of three μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. τριμερής.
τρῐμελής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. τριμερής), Πλούτ. 2. 1132D.