τριμελής
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
τριμελές, consisting of three μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. τριμερής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se compose de trois mélodies.
Étymologie: τρεῖς, μέλος.
German (Pape)
ές,
1 dreigliederig.
2 aus drei Liedern bestehend; eine Tonweise hieß so, Plut.
Russian (Dvoretsky)
τρῐμελής: муз. состоящий из трех напевов Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐμελής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. τριμερής), Πλούτ. 2. 1132D.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τρία μέλη («τριμελής επιτροπή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριμελές
δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. μονομελής].