ές,
A marked with black, διφθέραι prob. for μελεγγρ- in E.Fr.627.
μελαγγρᾰφής: -ές, ὁ μὲ μέλαν χρῶμα γεγραμμένος, διφθέραι Εὐρ. Ἀποσπ. 629.