περιστεφής

Revision as of 11:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

ές,

   A wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, S.El.895.    II Act., twining, encircling, κισσός E.Ph.651 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 594] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.

Greek (Liddell-Scott)

περιστεφής: -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.