εσσα, εν,
A made of a millstone, στέρνον θυείης Nic.Th.91; μ. λίθος Nonn.D.5.45.
[Seite 217] εσσα, εν, = Vorigem; Nic. Ther. 91 στέρνῳ μυλόεντι θυείης, aus einem Mühlsteine gemacht; auch λίθος, Nonn.
μῠλόεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Νικ. Θ. 91.