μυλόεις
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
μυλόεσσα, μυλόεν, made of a millstone, στέρνον θυείης Nic.Th.91; μ. λίθος Nonn. D. 5.45.
German (Pape)
[Seite 217] εσσα, εν, = Vorigem; Nic. Ther. 91 στέρνῳ μυλόεντι θυείης, aus einem Mühlsteine gemacht; auch λίθος, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλόεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Νικ. Θ. 91.
Greek Monolingual
μυλόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -όεις (πρβλ. πυργόεις)].