μυλόεις

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλόεις Medium diacritics: μυλόεις Low diacritics: μυλόεις Capitals: ΜΥΛΟΕΙΣ
Transliteration A: mylóeis Transliteration B: myloeis Transliteration C: myloeis Beta Code: mulo/eis

English (LSJ)

μυλόεσσα, μυλόεν, made of a millstone, στέρνον θυείης Nic.Th.91; μ. λίθος Nonn. D. 5.45.

German (Pape)

[Seite 217] εσσα, εν, = Vorigem; Nic. Ther. 91 στέρνῳ μυλόεντι θυείης, aus einem Mühlsteine gemacht; auch λίθος, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλόεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Νικ. Θ. 91.

Greek Monolingual

μυλόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -όεις (πρβλ. πυργόεις)].