ές,
A piercing, ὀδύνη Hp.Mul. 2.125.
[Seite 591] ές, durchdringend; ὀδύνη – ἐς τὴν κεφαλήν, Hippocr.; – sp. Med.
διαμπερής: -ές, διαπεραστικός, δριμύς, ὀδύνη Ἱππ. 645. 22. Πρβλ. τὸ προηγ.