λαμπροφανής
English (LSJ)
ές,
A appearing brilliant, Paul.Al.N.2, Lyd. Mag.2.16.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροφᾰνής: -ές, φαινόμενος λαμπρός, Ἰω. Λυδ. 181. 21.
ές,
A appearing brilliant, Paul.Al.N.2, Lyd. Mag.2.16.
λαμπροφᾰνής: -ές, φαινόμενος λαμπρός, Ἰω. Λυδ. 181. 21.