εσσα, εν, (ὀπή)
A with a hole, δίφρος ὀ., i. e. an obstetric chair, Hp.Mul.2.114.
[Seite 356] εσσα, εν, mit einer Oeffnung, einem Loche, Hippocr.
ὀπήεις: εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, δίφρος ὀπ., δηλ. κάθισμα μετὰ ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.