δίφρος

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφρος Medium diacritics: δίφρος Low diacritics: δίφρος Capitals: ΔΙΦΡΟΣ
Transliteration A: díphros Transliteration B: diphros Transliteration C: difros Beta Code: di/fros

English (LSJ)

ὁ, heterocl. pl. δίφρα, τά, Call.Dian.135, Nonn.D.27.238: (perhaps for διφόρος):—
A chariot, carriage, chariot-board, on which two could stand, the driver (ἡνίοχος) and the combatant (παραιβάτης), Il.5.160, 11.748, Hes.Sc.61: metaph., ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως Pl.R.566d.
2 chariot, Il.10.305, al., Pi.P.2.10, al., Arr.Tact.19.3, etc.; ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Il.23.335; μεταμείβοντος δίφρον ἐκ δίφρου Jul.Or.3.122b; of the Sun's chariot, E.Ph.2, Call.Dian.111; Μοισᾶν δίφρος Pi.O.9.81; travelling car, Od.3.324; litter, δίφρος κατάστεγος D.C.60.2.
II seat, couch, stool, Il.3.424, 6.354, Od.19.97, Ar.Eq.1164, Pl.R.328c, etc.; δίφρος Θετταλικός Eup.58; = curule chair, curule seat, Lat. sella curulis, Plb.6.53.9, etc.; judge's seat of office, LXX 1 Ki.1.9, al.; royal throne, OGI199.38 (i A. D.); night-stool, Aristid.Or.49(25).19.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. y tard. δρίφος [-ῐ-] Sophr.18, Theoc.15.2, Polybius 284.5, lat. driphum, Gloss.5.497, drifum, Gloss.5.521
• Morfología: [plu. δίφρα, τά Call.Dian.135, Nonn.D.27.238; ép. sg. gen. -οιο Call.Dian.150, dór. δίφρω Call.Lau.Pall.65; plu. ac. cret. δίφρονς ICr.4.160B.3 (IV/III a.C.)]
I 1caja del carro, Il.5.727, 8.403, 22.398, X.Cyr.6.4.9, Q.S.6.563.
2 carro
a) de guerra υἷας Πριάμοιο δύω λάβε ... εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας Il.5.160, cf. 10.305, 11.748, Q.S.4.540, 9.154;
b) de transporte o viaje, usado por Príamo Il.3.262, por Iris Il.5.364, Od.3.324, por Ares, Hes.Sc.61, 109, 321, del Sol, E.Ph.2, Call.Dian.182, AP 1.10.41, Nonn.D.1.211, 38.85, de Apolo, Pi.P.9.6a, de Ártemis χρύσεον δ' ἐζεύξαο δίφρον Call.Dian.111, de Atenea, Hes.Sc.338, Call.Lau.Pall.65, de Hera, Call.Dian.150, Μοισᾶν δ. Pi.O.9.81;
c) del cortejo nupcial Κυδῶνια μᾶλα ποτερρίπτουν ποτὶ δίφρον ἄνακτι Stesich.10.1;
d) de competición en los juegos, Pi.P.5.51, I.3/4.47, S.El.50, 710, AP 15.46, Nonn.D.37.247;
e) gener. ἔντη δίφρου los arneses del carro A.Pers.194, ἡ τοῦ δίφρου ἕδρα X.Eq.7.5, τετρώριστος δ. cuadriga S.Fr.958, πέσημ' ἐκ δίφρου E.Or.1548, συνωρὶς χωρὶς δίφρου una biga sin carro Pl.Criti.119b, ἀμείβοντος δίφρον ἐκ δίφρου cambiando un carro por otro Iul.Or.2.122b, cf. A.R.3.1235, 4.219, Luc.Asin.55, Par.8, PLond.191.7 (II d.C.), Arr.Tact.19.3, εὔξεστος Il.16.402, cf. Pi.P.2.10, εὔπλεκτος Il.23.335, cf. 436, Hes.Sc.306, 370, καλός Il.5.193, περικαλλής Od.3.481, χρύσεος Pi.O.1.87, ἵππειος E.Heracl.845, ἁρματόεις Critias Eleg.1.10, ἐλεφάντινος Theoc.24.101, ἐπαξόνιος Theoc.25.249, ἀαγεῖς δίφροι Theoc.24.124, a veces en plu. poét. πάγχρυσοι δίφροι S.El.510, ὠρθοῦθ' ... ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων de Orestes, S.El.742, cf. 750, E.Hel.724, 1040, AP 16.377;
f) fig. ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως se mantiene en el carro de la ciudad, e.e. se mantiene en el poder Pl.R.566d.
II sólo como ‘asiento’:
a) asiento del carro τῷ δ' ἡνίοχος ... Ἰόλαος δίφρου ἐπεμβεβαὼς ἰθύνετο κάμπυλον ἅρμα Hes.Sc.324;
b) c. verb. que significan ‘sentarse’, gener. asiento, Il.3.424, 6.354, Od.17.602, 19.97, 101, 20.259, h.Cer.198, Hp.Mul.1.75, 2.203, Nat.Mul.34, X.An.7.3.29, Pl.R.328c, Men.Fr.694, Plu.Lyc.9, D.C.59.12.2, Philostr.VA 3.16
en otros cont. ῥιγῶσα δίφρον ἆσσον ἕλκεται πυρός Semon.8.26, ἐγώ σοι πρότερος ἐκφέρω δίφρον Ar.Eq.1164, τὸν δίφρον γε διφροφόρει Ar.Au.1552, cf. IG 13.421.208 (V a.C.), Sophr.18, Hp.Art.7, Medic.2, Steril.230, Ar.Fr.362, Thphr.HP 5.3.2, Call.Dian.135, Theoc.15.2, AP 12.208 (Strat.), Herod.1.37, 77, 6.1;
c) usos específicos, c. adj. que se refieren a: su origen o al usuario δ. Μιλησιουργής Critias B 35, Θετταλικός τετράπους Eup.66
al material u otras características: δίφροι στρογγυλόποδες Γ, ἀργυρόπος εἷς IG 22.1394.13 (IV a.C.), χρυσοῦς Dino 26, ἐπίχρυσος D.C.58.4.4, ἐβένινος CIG 3071.9 (Teos II a.C.), δίφρους ... εὐσυΐνους στρογγύλους IG 5(1).1390.22 (Andania I a.C.), τετράπους POxy.646 descr. (II d.C.)
silla plegable δ. ὀκλαδίας Paus.1.27.1, en plu., Heraclid.Pont.55, Ael.VH 4.22, δ. κατάστεγος silla de manos con dosel, silla gestatoria D.C.60.2.3, 47.23.3
como retrete Aristid.Or.49.19, λασανίτης δ. sillico, BGU 1116.25 (I a.C.)
usada en obstetricia δ. γυναικεῖος POxy.3491.8 (II d.C.), δ. μαιωτικός silla de parto Sor.53.16, δ. τῆς κυούσης Cyran.2.6.15, δίφροι λοχεῖοι Artem.5.73
por el rango: de un dios o rey trono κάρτος ὃ καὶ πέλας εἵσαο δίφρου Call.Iou.67, cf. D.S.2.9, IAxoum.277.42 (Adulis I d.C.?), SEG 34.1642.7 (Meroe IV/V d.C.), δ. βασιλικός D.C.51.6.5
sitial de diversas magistraturas y cargos ICr.l.c., LXX 1Re.1.9, οἱ ἐφορικοὶ δίφροι en Esparta, X.Lac.15.6
en Roma silla curul Plb.6.53.9, D.H.5.29, Plu.Caes.66, tribunal eburneum in quo consules sedent, Gloss.5.567, cf. I.BI 7.126.
• Etimología: Comp. de δισ(σ) y de la r. de φέρω en grado ø.

German (Pape)

[Seite 645] ὁ (wohl entst. aus διφόρος, Zwei tragend), der Wagensitz, auf welchem der Wagenlenker, ἡνίοχος, u. der Kämpfer, παραβάτης, saßen od. standen, ἑσταότ' ἐν δίφρῳ Hes. Sc. 61; ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Iliad. 23, 132; υἷας Πριάμοιο δύω λάβε, εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας Il. 5, 160; der obere Teil des Wagens u. der Wagen übh.; in der Il. Streitwagen, Od. 3, 324 ein Reisewagen; δώσω γὰρ δίφρον τε δύω τ' ἐριαύχενας ἵππους Il. 10, 305; er heißt εὐεργής, 5, 585; εὔξεστος, 16, 402; ἐύξοος, Od. 4, 590; ξεστός, Iliad. 24, 322 σπερχόμενος δ' ὁ γέρων ξεστοῦ ἐπεβήσετο δίφρου, var. lect. γεραιὸς ἑοῦ, s. Scholl.; κολλητός, Iliad. 19, 395; ἐύπλεκτος u. ἐυπλεκής, 23, 335. 436; ποικίλος, 10, 501; ἱερός, 17, 464, s. s. v. Ἱερός; der Wagensitz war rund, an der hinteren Seite zum Einsteigen offen u. hing in Riemen, 5, 727; ἁρμάτειος δίφρος Xen. Cyr. 6, 4, 9, ἁρματόεις Critia. Ath. I, 28 c; Tragg. u. in Prosa oft = der Wagen selbst; ξυνωρὶς χωρὶς δίφρου Plat. Critia. 119 b. – Übh. = der Sitz, Sessel, Stuhl, Il. 3, 424. 6, 354 Odyss. 4, 717. 17, 330; δίφρον ἀεικέλιον Odyss. 20, 259, περικαλλέα δίφρον 387; Theocr. 15, 2; ἔκειντο δίφροι Plat. Rep. I, 328 c, u. bes. Sp.; ἡγεμονικός, u. auch allein, für sella curulis, Plut., Pol. u. A.; ἀργυρόπους Dem. 24, 129. – Auch = der Nachtstuhl, Aristid. – Vgl. ὀκλαδίας.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 partie du char qui portait le conducteur (ἡνίοχος) et le combattant (παραιβάτης) ; le char lui-même, d'ord. char de guerre, qqf char de voyage;
2 p. ext. siège, chaise curule à Rome.
Étymologie: p. *δίφορος, de δίς, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

δίφρος:δίς + φέρω
1 колесница, преимущ. боевая (ἂν δ᾽ ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.), реже дорожная (εἰ δ᾽ ἐθέλεις πεζός, πάρα τοι δ. τε καὶ ἵπποι Hom.; ἁρμάτειος δ. Xen.): иногда pl. (ἐκ δίφρων κυλισθείς Soph.; δίφροι Ἡλίου Eur.);
2 седалище, сиденье, кресло (δίφρῳ ἐφέζεσθαι Hom.: κλιντῆρες καὶ δίφροι καὶ τράπεζαι Plut.);
3 (в Риме, лат. sella curulis) курульное кресло (ὁ ἐλεφάντινος δ. Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δίφρος: ὁ, Καλλ. εἰς Ἀρ. 135 μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. δίφρα, τά, (κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ δίφορος)· ― τοῦ ἅρματος ὁ τόπος, ἐφ’ οὗ ἦσαν ὁ ὁδηγῶν (ἡνίοχος) καὶ ὁ πολεμιστὴς (παραιβάτης), ἴδε Ἰλ. Ε. 160, Λ. 748, Ἡσ. Ἀσπ. 61· μεταφ., ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 566D. 2) αὐτὸ τὸ πολεμικὸν ἅρμα, Ἰλ. Κ. 305, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἀσπ. 61· Πίνδ., κλπ.· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Ψ. 335· ― ἐν Ὀδ. Γ. 328, ὁδοιπορικὸν ἅρμα· βραδύτερον φορεῖον, κράββατος, Δίων Κ. 60. 2. ΙΙ. ἕδρα οὔτε τῶν νώτων οὔτε τῶν χειρῶν ἔχουσα ἔρεισμα, «σκαμνί», εὐτελεστέρα τοῦ κλισμοῦ καὶ τοῦ θρόνου, Ἰλ. Γ. 424, Ζ. 354, καὶ συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ.· οὕτως Ἀριστοφ. Ἱππ. 1164, Πλάτ., κτλ., δίφρος Θετταλικός Εὔπολ. Αὐτολ. 6, πρβλ. ὀκλαδίας καὶ περίακτος. ― Πολύβ. 6. 53, 9, κτλ., τὸ παρὰ Ρωμαίοις sella curulis· ― 2) = λάσανον, σκωραμίς, «καθίκι», Ἀριστείδ. 1. 314.

English (Autenrieth)

(1) chariot-box, chariot; usually war-chariot, but for travelling, Od. 3.324. (See cut No. 10).—(2) stool, low seat without back or arms.

English (Slater)

δίφρος (-ῳ, -ον; -ους)
a cockpit, body of chariot. ξεστὸν ὅταν δᾰφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον (P. 2.10)
b chariot ἔδωκεν δᾰφρον τε χρύσεον (O. 1.87) ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφ ρους τε νωμάσοισιν ἀελλόποδας (P. 4.18) ὅλον δίφρον κομίξαις (P. 5.51) ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφ' ρῳ (P. 9.6) οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφ' ρον (I. 4.29)
c met., of the chariot of song εἴην εὐρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ (O. 9.81) ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι (I. 2.2)

Greek Monolingual

ο (AM δίφρος, ο και δίφρον, το)
κάθισμα, έδρα χωρίς ράχη και υποστήριγμα για τα χέρια
αρχ.
1. το μέρος του άρματος όπου στεκόταν ο ηνίοχος και ο πολεμιστής
2. άρμα
3. επιβατική άμαξα
4. φορείο, κρεβάτι
5. το έδρανο τών ρωμαίων αρχόντων (stella curulis)
6. ουροδοχείο
7. έδρα δικαστή
8. βασιλικός θρόνος
9. «λασανίτης δίφρος» — τρίποδο τραπέζι κοντά σε πηγή για να ακουμπούν τα δοχεία του νερού
10. φρ. α) «δίφρος τῆς πόλεως» — τα ανώτατα διοικητικά αξιώματα
β) «δίφρος τοῦ ἡλίου» — άρμα του ήλιου (Ευριπ. Φοίν.)
γ) «ἐσθίειν ἐπὶ δίφρου» — πυθαγορικό πρόσταγμα που συμβουλεύει λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίφρος είναι σύνθετη από το επίρρ. δις και τη μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας του ρ. φέρω, η οποία εμφανίζεται μόνο σε αυτόν τον τ., πράγμα που οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για αρχαϊκή λέξη. Το επίρρ. δις δεν δηλώνει την ύπαρξη δύο πολεμιστών στο ομηρικό άρμα, αλλά είτε τις δύο λαβές στο κάθισμα του άρματος είτε ότι το φορητό κάθισμα μεταφερόταν και από τις δύο μεριές για να τοποθετηθεί στο άρμα.
ΠΑΡ. αρχ. διφρεύω, δίφρια.
ΣΥΝΘ. διφρηλάτης
αρχ.
διφρήλατος, διφροπηγός, διφρουλκώ, διφρουργία, διφροφόρος
μσν.
διφρουλκία].

Greek Monotonic

δίφρος: ὁ (συγκεκ. αντί διφόρος),·
I. 1. χώρος του άρματος, πάνω στον οποίο μπορούσαν να σταθούν δύο, ο οδηγός (ἡνίοχος) και ο πολεμιστής (παραιβάτης), σε Όμηρ.
2. το πολεμικό άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Οδ., ταξιδιωτικό άρμα.
II. κάθισμα, εδώλιο, σκαμνί, σε Όμηρ., Αττ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: seat, chair, chariot-board, chariot (Il.).
Derivatives: Diminut.: διφρίσκος (Ar.), διφρίον (Tim. Lex.), διφρίδιον (EM); - δίφραξ chair (Theoc.; familiar, Chantr. Form. 379), δίφρακον id. (Samos IVa; more s. Chantr. 384); δίφρις ὁ ἑδραῖος, καὶ καθήμενος ἀεί, οἷον ἀργός H.; cf. τρόχις runner a. o. - Adj. δίφριος (AP). - Denomin. διφρεύω drive in a car (E.) with διφρευτής chariot-driver (S.), διφρευτικός (Ephor.), διφρεία driving a chariot (X.); more common διφρ-ηλάτης (Pi.) with διφρηλατέω and διφρηλασία.
Origin: IE [Indo-European] [228] *du̯i-bhr-o- two-bearer
Etymology: Prop. "two-bearer", from δίς and φέρω, δί-φρ-ο-ς, originally a chair with two handels or a chair carried by two (on both sides), then the box of a chariot (cf. Fraenkel Ἀντίδωρον 282). - That δι- in δίφρος in Homer never makes position (Solmsen Unt. 211f.), may be due to dissimilation against the following labial φ (cf. from Skt. Debrunner IF 56, 171ff., Symbolae Hrozný 110f.) or to the fact that δίφρος, like ἱδρώς (Schwyzer 222 n. 5), came from the living language and was outside the tradition of the epic language.

Middle Liddell

n n [syncop. for διφόρος]
I. the chariot-board, on which two could stand, the drive (ἡνίοχοσ) and the combatant (παραιβάτησ), Hom.
2. the war-chariot itself, Il.:—in Od. a travelling-chariot.
II. a seat, chair, stool, Hom., Attic

Frisk Etymology German

δίφρος: {díphros}
Grammar: m.
Meaning: Sessel, Stuhl, Wagenkasten, Wagen (seit Il.).
Derivative: Mehrere Ableitungen. Deminutiva: διφρίσκος (Ar.), διφρίον (Tim. Lex.), διφρίδιον (EM); — δίφραξ Stuhl (Theok.; familiäre Bildung, Chantraine Formation 379), δίφρακον ib. (Samos IVa; ähnliche Bildungen bei Chantraine 384); δίφρις· ὁ ἑδραῖος, καὶ καθήμενος ἀεί, οἷον ἀργός H.; vgl. τρόχις Läufer, λάτρις u. a. — Adj. δίφριος (AP). — Denominatives Verb διφρεύω in Wagen fahren (E. u. a.) mit διφρευτής Wagenlenker (S.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 35), διφρευτικός (Ephor.), διφρεία das Wagenlenken X. u. a.); gewöhnlicher in derselben Bedeutung διφρηλάτης (Pi., Trag. usw.) mit διφρηλατέω und διφρηλασία.
Etymology: Eig. "Zwei-Träger", Zusammenbildung von δίς und φέρω mittels des thematischen ο-Vokals, δίφρο-ς, ursprünglich einen mit zwei Henkeln versehenen Korbstuhl oder einen von zwei (an beiden Seiten) getragenen Tragsessel bezeichnend, dann auf den Wagenkasten bzw. auf einen gewöhnlichen Stuhl übertragen (vgl. Fraenkel Ἀντίδωρον 282). — Der Umstand, daß δι- in δίφρος bei Homer nie Position bildet und somit keine Spur des Digamma aufweist (Solmsen Unt. 211f.), kann durch Dissimilation gegen den folgenden Labial φ verursacht sein (ähnliche Fälle aus dem Aind. bei Debrunner IF 56, 171ff., Symbolae Hrozný 110f.) oder mag, wie z. B. bei ἱδρώς (Schwyzer 222 A. 5), darauf beruhen, daß δίφρος als Element der lebenden Sprache sich der epischen Tradition entzog. Ein Grund, deswegen für δι- zweifach auch eine idg. Grundform *di- (wie in διά) anzunehmen, liegt nicht vor.
Page 1,400-401

English (Woodhouse)

chair, chariot

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

chariot

Arabic: عَرَبَة‎; Armenian: մարտակառք; Avestan: 𐬭𐬀𐬚𐬀‎; Azerbaijani: araba; Basque: guda-gurdi; Belarusian: калясні́ца; Bengali: রথ; Bulgarian: колесница; Burmese: ရထား; Catalan: carro; Chinese Mandarin: 雙輪戰車, 双轮战车, 戰車, 战车, 馬戰車, 马战车, 馬車, 马车; Coptic: ⲃⲣϭⲟⲟⲩⲧ, ϩⲁⲣⲙⲁ; Czech: válečný vůz, vůz; Danish: stridsvogn; Dutch: strijdwagen; Esperanto: armea ĉaro; Finnish: sotavaunut; French: char, charriot; Galician: biga; Georgian: ეტლი; German: Streitwagen; Greek: άρμα; Ancient Greek: ἅρμα, δίφρος, λαμπήνη, ὄχος, ὄχεα; Hebrew: מֶרְכָּבָה‎; Hindi: रथ; Ido: charo; Indonesian: cikar; Irish: carbad; Italian: biga; Japanese: 戦車, チャリオット, 馬車; Kazakh: арба; Khmer: រថ, រទេះ; Korean: 전차, 마차; Kyrgyz: араба; Lao: ສັນທະນະ, ລົດ; Latin: currus, curriculum, essedum, rota, quadrigae; Malay: cikar; Malayalam: രഥം, തേര്; Maori: hāriata; Middle Persian: 𐫡𐫍𐫏‎‎; Mon: ရထာပၞာန်,ကွဳပၞာန်; Norwegian Bokmål: stridsvogn; Old Church Slavonic: возъ; Old English: hrædwæġn; Old Norse: reið; Mon: ယုဒ္ဓရထ; Persian: گردونه‎, ارابه‎, غرده‎; Polish: rydwan; Portuguese: biga; Romanian: bigă, car de luptă; Russian: колесница; Sanskrit: रथ; Scottish Gaelic: carbad; Serbo-Croatian Cyrillic: двоколица, кочије; Roman: dvokolica, kočije; Slovak: voz; Slovene: voz; Spanish: quadriga, biga, carro; Swedish: stridsvagn, häststridsvagn; Tagalog: karo; Tajik: ароба; Thai: รถ; Turkish: savaş arabası; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎋𐎁𐎚; Ukrainian: колісниця; Urdu: رتھ‎; Uzbek: jang aravasi, arava; Vietnamese: chiếc xe, xe; Welsh: cerbyd

seat

Afrikaans: sitplek; Akkadian: 𒄖𒍝; Arabic: مَقْعَد, مَقْعَدَة, وِثَاب; Hijazi Arabic: مَقْعَد; Armenian: նստատեղ, նստոց; Asturian: asientu; Belarusian: сядзенне, месца; Bengali: আসন; Bulgarian: седалище, седалка, място; Burmese: ထိုင်ခုံ; Buryat: һандали; Catalan: seient; Cebuano: linkoranan; Chechen: барч; Chinese Mandarin: 座位, 位子, 座席; Czech: místo, sedadlo; Dutch: zitplaats; Esperanto: seĝo; Estonian: iste; Finnish: istumapaikka, paikka; French: place; Galician: asento, sentadoiro; German: Sitz, Sitzplatz, Sitzgelegenheit; Gothic: 𐍃𐌹𐍄𐌻𐍃; Greek: κάθισμα; Ancient Greek: ἕδρα, ἕδρη, δίφρος, θᾶκος, θῶκος, θόωκος, καθέδρα, ἑδναία, ἕδραμα, δίφραξ, δίφρακον; Hawaiian: noho; Hindi: आसन, आसनी; Hungarian: ülőhely, hely; Icelandic: sæti; Ilocano: tugaw; Interlingua: sedia; Isnag: tuxaw; Italian: posto, seduta, sedile, scranno; Japanese: 席, シート, 腰掛け, 座席; Khmer: កៅអី; Korean: 자리, 좌석(座席), 시트; Kurdish Northern Kurdish: rûniştek, kursî; Lao: ບ່ອນນັ່ງ; Latin: sedes, sedile; Lithuanian: vieta; Macedonian: седиште, место, седиште; Malay: tempat duduk; Manchu: ᡨᡝᡴᡠ; Mongolian: суудал; Navajo: bikááʼ dah asdáhí; Norman: siège; Norwegian Bokmål: sete; Old English: setl; Ottoman Turkish: مجلس, كرسی; Persian: جا; Polish: siedzenie, miejsce, miejsce siedzące, siedzisko; Portuguese: lugar, assento; Quechua: tiyana; Romanian: scaun; Russian: сиденье, место; Samoan: nofoa; Sanskrit: सदस्; Scottish Gaelic: suidheachan; Serbo-Croatian Cyrillic: се̏дӣште, сје̏дӣште; Roman: sȅdīšte, sjȅdīšte; Slovak: miesto, sedadlo; Slovene: sedež; Somali: fadhi; Spanish: asiento; Swedish: sittplats, plats; Telugu: ఆసనము; Thai: ที่นั่ง; Ukrainian: сиді́ння, мі́сце; Urdu: سیٹ, نشست; Vietnamese: ghế; Waray-Waray: lingkuran, lingkudan; Welsh: eisteddfa, eisteddfâu