διασχημάτισις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A formation, i.e. dimensions, of a groove, Procl.Hyp.3.19: generally, Id.in Ti.3.261 D.
German (Pape)
[Seite 605] ἡ, die Durchbildung, Gestaltung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασχημάτισις: -εως, ἡ, σχηματισμός, διαμόρφωσις, Πρόκλ. Πτολ. σ. 16Α.