εως, ἡ,
A serving, doing service, Pl.Lg.633c.
[Seite 583] ἡ, Dienstleistung; Plat. Legg. I, 633 c; – Sp.
διᾱκόνησις: -εως, ἡ, ὑπηρεσία, τὸ ὑπηρετεῖν, Πλάτ. Νόμ. 633C.