ὑπηρεσία

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπηρεσία Medium diacritics: ὑπηρεσία Low diacritics: υπηρεσία Capitals: ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Transliteration A: hypēresía Transliteration B: hypēresia Transliteration C: ypiresia Beta Code: u(phresi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἐρέτης)
A body of rowers, ship's crew, οἵ τε ναῦται καὶ οἱ ἐπιβάται καὶ ἡ ὑ. D.50.30, cf. 10,25,al.; ὑ. κρατίστην ἐμισθωσάμην ib.7; εἶχον κυβερνήτην Φαντίαν... παρεσκευασάμην δὲ καὶ τὸ πλήρωμα πρὸς ἐκεῖνον καὶ τὴν ἄλλην ὑπηρεσίαν ἀκόλουθον Lys.21.10; κυβερνήτας ἔχομεν πολίτας καὶ τὴν ἄλλην ὑπηρεσίαν πλείους καὶ ἀμείνους ἢ ἅπασα ἡ ἄλλη Ἑλλάς Th.1.143; τῆς ἄλλης ὑπηρεσίας IG12.98.22; χρεία πλοίων ἐστὶ καὶ τῆς κατὰ θάλατταν ὑ. Plb.5.109.1: pl., crews, Th.6.31, 8.1, Isoc.4.142; pl. of naval equipment, [ναῦς] εὖ ταῖς ὑπηρεσίαις ἐξηρτυμένη Plb.1.25.3; ἡ θρὶξ [τῶν αἰγῶν] ἀναγκαία.. εἰς ναυτικὰς ὑπηρεσίας Gp.18.9.3.
II generally, service, δουλεία καὶ ὑπηρεσία Ar.V.602 (anap.); ἰατρικὴ ὑπηρεσία Pl.Lg. 961e; αἱ σωματικαὶ ὑπηρεσίαι Arist.Pol.1259b26; μόρια τὰ πρὸς ταύτην τὴν ὑπηρεσίαν (sc. πορεύεσθαι) Id.Juv.468a19; αἱ ὑπηρεσίαι αἱ ἔξωθεν κινητικαί Id.PA 684b33; τέχναι καὶ γοητεῖαι καὶ ὅλως ὑ. τινές all kinds of service, D. Prooem. 52 (s. v.l., deceptions seems to be the sense); πᾶσαν λειτουργίαν καὶ ὑπηρεσίαν ἐκτελεῖν CIG2786 (Aphrodisias); παρέχειν τι εἰς ὑ. τινί Pl.Lg.717c; ἡ ἐμὴ τῷ θεῷ ὑ. Id.Ap.30a; τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῖς θεοῖς; Id.Euthphr.14d; τὰς ἐκείνων ὑ. εἰς αὑτόν Id.Lg.729d, cf. Arist.EN1158a17; ἄλλας ὑπηρεσίας ὑποστάντα τῇ πόλει IG4.609 (Argos), cf. 12(5).946.23 (Tenos, i/ii A. D.), CIG2767 (Aphrodisias), etc.
2 in concrete sense, in plural, ὑπηρεσίαι = the class of servants or class of attendants, Pl.Lg.956e, Ep. 350a, cf. IG5(1).1390.98 (Andania, i B. C.): also in sg., retinue, LXX Jb.1.3, OGI139.8 (Philae, ii B. C.); of shop-assistants, Sardis7(1).168 (iv A. D.).
3 ὑπηρεσία σοι παντελὴς.. κεραμίων 'a dinner-service', Axionic.7.

German (Pape)

[Seite 1206] ἡ, eigtl. der Dienst der Ruderer u. Matrosen; – im plur. αἱ ὑπηρεσίαι, die Gesammtheit der Matrosen, die Schiffsmannschaft, Thuc. 6, 31; κυβερνήτας ἔχομεν πολίτας καὶ τὴν ἄλλην ὑπηρεσίαν 1, 143; ταῖς ναυσίν 8, 1; καὶ πληρώματα Lys. 21, 10; Isocr. 4, 142; ὑπηρεσίαν μισθοῦσθαι Dem. 50, 7; ναῦς ταῖς ὑπηρεσίαις ἐξηρτυμένη Pol. 1, 25, 3, vgl. 5, 109, 1. – Übh. jede schwere Handlangerarbeit, mühsamer Dienst, u. allgem. jede Dienstleistung, ἰατρική Plat. Legg. XII, 961 e; τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ θεοῖς Euthyphr. 14 d, vgl. τὴν ἐμὴν τῷ θεῷ ὑπηρεσίαν Apol. 30 a; – u. im plur. die ganze dienende Menschenklasse, in Athen auch die untergeordneten Staatsdienste, welche für Lohn verwaltet wurden, im Gegensatz der unbesoldeten ἀρχαί, s. Böckh Ath. Staatshh. I p. 257; so ὑπηρεσιῶν ἑκάσταις τῶν ἀρχῶν καταστάσεις Plat. Legg. VII, 956 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 service de rameur ou de matelot ; au sens concret les matelots, les rameurs;
2 p. ext. service, aide d'un serviteur.
Étymologie: ὑπηρέτης.

Russian (Dvoretsky)

ὑπηρεσία:
1 судовой экипаж (матросы и гребцы) Dem.;
2 гребной состав, гребцы Dem.;
3 матросский состав Thuc.;
4 низший чиновник, служитель Plat.;
5 служение, служба (ἰατρικὴ ὑ., ἡ ὑ. τοῖς θεοῖς Plat.);
6 биол. функция, работа (αἱ ὑπηρεσίαι κινητικαί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηρεσία: ἡ, κυρίως ἡ ὑπὸ τῶν ὑπηρετῶν γινομένη ἐργασία, ἡ κατὰ θάλασσαν ἐργασία· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς συγκεκριμένον, τὸ σύνολον τῶν ἐρετῶν καὶ ναυτῶν, τὸ πλήρωμα τοῦ πλοίου, Θουκ. 8, 1, Δημ. 1208, 20. κλπ.· - ὁ Θουκυδίδης ἀντιτίθησι τὸ ὑπηρεσία πρὸς τὸ κυβερνῆται, 1. 143· πρὸς τὸ θρανῖται, 6. 31· παρὰ δὲ τῷ Λυσίᾳ τὸ ὑπηρεσίαι ἀντίκειται πρὸς τὸ πλήρωμα, 162, 26· παρὰ Δημοσθέν. πρὸς τὸ ναῦται, ἐπιβάται ἐρέται, 1209. 11., 1214. 23., 1216. 13 κἑξ.· ἴδε Arnold εἰς Θουκ. 6. 31 καὶ πρβλ. ὑπηρέτης Ι. ΙΙ. καθόλου, ὡς καὶ νῦν: ὑπηρεσία, ἐργασία, γινομένη ὑπέρ τινος, δουλεία καὶ ὑπ. Ἀριστοφ. Σφ. 602· ἰατρικὴ ὑπ. Πλάτ. Νόμ. 961Ε· αἱ σωματικαὶ ὑπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 13. 2· μόρια τὰ πρὸς ταύτην τὴν ὑπ. (ἐξυπακ. πορεύεσθαι) ὁ αὐτ. περὶ Νεότητος 2, 2· αἱ ὑπ. αἱ ἔξωθεν κινητικαὶ ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 6· τέχναι καὶ γοητεῖαι καὶ ὅλως ὑπ. τινές, πᾶν εἶδος ἔργου, Δημ. 1458. 18· πᾶσαν λειτουργίαν καὶ ὑπ. ἐκτελεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 2786· παρέχειν τι εἰς ὑπ. τινὶ Πλάτ. Νόμ. 717C· ἡ ἐμὴ τῷ θεῷ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 30Α· τίς αὕτη ἢ ὑπ. ἐστὶ τοῖς θεοῖς; ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 14D· τὰς ἐκείνων ὑπ. εἰς ἑαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 729D, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 6, 3· ἄλλας ὑπ. ὑποστάντα τῇ πόλει Συλλ. Ἐπιγρ. 11. 5, πρβλ. 2336. 33., 2767, κ. ἀλλ. 2) ὡς συγκεκριμένον ἐν τῷ πληθ. ἡ τάξις τῶν ὑπηρετῶν, τῶν θεραπόντων, Πλάτ. Νόμ. 956Ε, ἐν Ἐπιστ. 350Α. 3) ὑπηρεσία σοι παντελής... κεραμίων = supellex fictilium, Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 3. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, δημοσία ὑπηρεσία διαφέρουσα τῆς ἀρχῆς καθ’ ὅσον ἐμισθοδοτεῖτο, Böckh P. E. 1. 320. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

Spanish

servicio, acompañamiento, comitiva, séquito

Greek Monolingual

η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ ὑπηρέτης
1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῖς θεοῖς», Πλάτ.
γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.)
2. το σύνολο τών υπηρετών, το υπηρετικό προσωπικό (α. «όλη η υπηρεσία είχε άδεια εξόδου» β. «οἱ τῶν ὑπηρεσιῶν ὄντες Ἀθήνηθεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. έργο, εργασία που ανατίθεται σε στρατιωτικό, δημόσιο ή ιδιωτικό υπάλληλο (α. «ορκίστηκε χτές και ανέλαβε υπηρεσία» β. «υπηρεσία γραφείου»)
2. η εκτέλεση της εργασίας, τών καθηκόντων που ανατίθενται σε κάποιον («τρία έτη πραγματικής υπηρεσίας σε παραμεθόρια περιοχή»)
3. το σύνολο τών διοικητικών και άλλων λειτουργιών ενός κράτους ή δημόσιου οργανισμού (α. «τελωνειακή υπηρεσία» β. «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών»)
4. η ενεργός κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου, ο χρόνος κατά τον οποίο εργάζεται κανείς σε μια εργασία («έχει συντάξιμη υπηρεσία»)
5. στον πληθ. οι υπηρεσίες
(οικον.) τα άυλα αγαθά, στα οποία περιλαμβάνονται οι μεταφορές, η ψυχαγωγία, η εκπαίδευση, η υγεία, το εμπόριο, η άμυνα και η ασφάλεια μιας χώρας, αγαθά τα οποία προσφέρονται από το κράτος ή από ιδιωτικούς φορείς και τών οποίων το σύνολο συγκροτεί τον τριτογενή τομέα της οικονομίας
6. φρ. α) «έχω υπηρεσία» ή «είμαι υπηρεσία» — είναι η σειρά μου να εκτελέσω τα καθήκοντά μου ή να φροντίσω για κάτι
β) «αξιωματικός υπηρεσίας» ή «υπάλληλος υπηρεσίας» — αυτός που αναλαμβάνει την εποπτεία συγκεκριμένων εργασιών, κυρίως μετά τη λήξη του κανονικού προγράμματος
γ) «δημόσια υπηρεσία» — βλ. δημόσιος
δ) «άρνηση υπηρεσίας» — το να αρνείται κανείς να εκτελέσει τα υπηρεσιακά καθήκοντα που ορίζονται από τους κανονισμούς
ε) «τίθεμαι εκτός υπηρεσίας» — απαλλάσσομαι από τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα
στ) «Υπηρεσία Επείγουσας Στρατιωτικής Αλληλογραφίας»
στρ. στρατιωτική υπηρεσία μεταφοράς και διανομής εγγράφων που διακινούνται με τον χαρακτηρισμό του επείγοντος ή κατεπείγοντος
ζ) «εξαίρετες [ή σημαντικές] υπηρεσίες»
(νομ.) χαρακτηρισμός της προσφοράς καλλιτεχνών, λογοτεχνών κ.ά. προσώπων, τα οποία, βάσει ορισμένων νόμιμων προϋποθέσεων, θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης ή αιτιολογείται η απονομή σ' αυτά παρασήμου και άλλων διακρίσεων
μσν.
1. η διακονία, το αξίωμα τών διακόνων της εκκλησίας
2. το έργο τών διακόνων ή τών υποδιακόνων της εκκλησίας
3. η ακολουθία («διὰ εἰκοσιτεσσάρων ὑπηρεσιῶν τὸν δρόμον τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς διατελέσωμεν»)
αρχ.
1. το σύνολο τών κωπηλατών και τών ναυτών, το πλήρωμα του πλοίου («κυβερνήτας ἔχομεν πολίτας καὶ τὴν ἄλλην ὑπηρεσίαν πλείους καὶ ἀμείνους ἢ ἅπασα ἡ ἄλλη Ἑλλάς», Θουκ.)
2. επίπονη, χειρωνακτική εργασία
3. στον πληθ. αἱ ὑπηρεσίαι
τα εξαρτήματα του πλοίου («ναῦς εὖ ταῖς ὑπηρεσίαις ἐξηρτυμένη», Πολ.).

Greek Monotonic

ὑπηρεσία: ἡ (ὑπηρέτης),
I. σύνολο κωπηλατών και ναυτών, πλήρωμα πλοίου, σε Θουκ. κ.λπ.
II. υπηρεσία, λειτουργία, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὑπηρεσία, ἡ, ὑπηρέτης
I. the body of rowers and sailors, the ship's crew, Thuc., etc.
II. service, Ar., etc.

English (Woodhouse)

service, as distinct from officers, state of subordination

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

servicio que prestan al mago los démones ἀναπέμψατε μοι τῶν νεκύων τούτων εἴδωλα πρὸς ὑπηρεσίαν enviadme fantasmas de estos muertos para mi servicio P IV 1468 καὶ μοι μηνυσάτω ὁ δεῖνα τὸ τί ἢ πόθεν, ᾖ δύναται μοι νῦν εἰς ὑπηρεσίαν y que me revele fulano (e.e., el demon del muerto) qué o dónde puede ahora (ponerse) a mi servicio P IV 1978 παρὰ σου μοι χρεία ἐστὶν εἰς τὰς τοῦ βίου ὑπηρεσίας necesito de ti para los servicios de la vida P XIa 17

Lexicon Thucydideum

remiges, rowers, 1.143.1, 6.31.3, 6.31.37.1.2.

Translations

service

Afrikaans: diens; Albanian: shërbim; Arabic: خِدْمَة‎; Armenian: ծառայություն; Assamese: সেৱা; Azerbaijani: xidmət; Bashkir: хеҙмәт; Belarusian: служба, абслугоўванне, сервіс; Bulgarian: служба; Catalan: servei; Chinese Mandarin: 服務/服务; Czech: práce, služba; Danish: tjeneste, service; Dutch: dienst, bediening; Esperanto: servo; Estonian: teenus; Finnish: palvelu; French: service; Galician: servizo; Georgian: სერვისი, მომსახურება, სამსახური; German: Dienstleistung, Bedienung, Service; Greek: υπηρεσία; Ancient Greek: διακονία, ὑπηρεσία; Haitian Creole: sèvis; Hebrew: שירות \ שֵׁרוּת‎; Hindi: सेवा, सर्विस, ख़िदमत; Hungarian: szolgálat, szolgáltatás, üzemelés, működés, járat, kiszolgálás, felszolgálás; Icelandic: þjónusta; Indonesian: jawa; Interlingua: servicio; Irish: feidhmeannas; Italian: servizio; Japanese: 業務, 務め, サービス, 奉公, 服務, 用役; Kazakh: қызмет; Khmer: សេវា; Korean: 봉사(奉仕), 서비스, 용역(用役), 복무(服務); Kurdish Central Kurdish: خزمەت‎; Northern Kurdish: xizmet, xidmet; Kyrgyz: кызмат; Lao: ບໍຣິການ, ບໍລິການ; Latin: prodessendum; Latvian: dienests; Lithuanian: tarnyba; Macedonian: служба; Malay: khidmat, perkhidmatan, servis; Maori: ratonga; Middle English: servise; Mongolian Cyrillic: үйлчилгээ; Norwegian Bokmål: tjeneste; Nynorsk: tenest; Occitan: servici; Old English: þeġnung, þēnest; Pashto: خدمت‎; Persian: سرویس‎, خدمت‎; Polish: usługiwanie, usługa, serwis, służba; Portuguese: serviço; Romanian: serviciu; Russian: служба, обслуживание, сервис; Sanskrit: सेवा; Scottish Gaelic: seirbheis; Serbo-Croatian Cyrillic: слу̀жба, сѐрвӣс; Roman: slùžba, sèrvīs; Sicilian: sirbizzu; Slovak: obsluha, služba; Slovene: služba; Spanish: servicio; Swahili: huduma; Swedish: tjänst; Tajik: хизмат; Tatar: хезмәт; Telugu: సేవ; Thai: การบริการ, บริการ; Turkish: hizmet; Turkmen: hyzmat; Ukrainian: служба, обслуговування, сервіс; Urdu: خدمت‎, سروس‎; Uyghur: خىزمەت‎; Uzbek: xizmat; Vietnamese: phục vụ; Welsh: gweinidogaeth; Yiddish: דינסט‎

retinue

Armenian: շքախումբ; Bulgarian: свита; Catalan: seguici; Chinese Mandarin: 随从,随员; Dutch: gevolg, hofhouding, hofstoet; Esperanto: akompanantaro; Finnish: seurue; French: retenue, suite; Greek: ακολουθία, συνοδεία, κουστωδία; Ancient Greek: ἀμφί, ἀποσκευή, ἀκολουθία, θεραπεία, θεραπηΐη, παραδρομή, συμπεριφορά, τὸ ὑπηρετούμενον, ὑπηρεσία; Irish: cóisir; Italian: seguito; Latin: comitatus; Maori: apataki, hikuroa, hikuhiku; Marathi: लवाजमा; Middle English: retenue, hird, meyne; Polish: świta, asysta, asystencja; Portuguese: séquito; Russian: свита; Sanskrit: पटल; Serbo-Croatian: svita; Spanish: acompañamiento, comitiva, séquito; Swedish: följe, uppvaktning; Telugu: పరివారము; Ukrainian: почет, свита; Welsh: nifer; Middle Welsh: niuer, yniuer