χάσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A chasm, separation, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1340] ἡ, Spalt, Scheidung, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
χάσις: -εως, ἡ, «χάσις· διάκρισις, χώρισις» Ἠσύχ.· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. 84.
εως, ἡ,
A chasm, separation, Hsch.
[Seite 1340] ἡ, Spalt, Scheidung, VLL.
χάσις: -εως, ἡ, «χάσις· διάκρισις, χώρισις» Ἠσύχ.· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. 84.