διάκρισις
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
διακρίσεως, ἡ,
A separation, dissolution, opp. σύγκρισις, Emp. 58, Anaxag.10, Pl.Sph.243b, al.; segregation, τῶν ἡμαρτηκότων J.BJ 2.14.8; discrimination, καλοῦ τε καὶ κακοῦ Ep.Hebr.5.14; πνευμάτων 1 Ep.Cor.12.10; differentiation, Dam.Pr.1.
2 in concrete sense, resolved form, ἡ ἀτμὶς ὕδατος δ. ἐστιν Arist.Mete.340b3, 341b15.
II decision, determination, Pl.Lg.765a, X.Cyr.8.2.27, A.R.4.1169; judicial decision, PLond.2.476.9 (i A.D.): metaph., Ep.Rom.14.1 (pl.); interpretation of dreams or omens, Ph.2.55, Paus.1.34.5; διάκρισις σημειώσεως medical diagnosis, Sor.2.23: but in plural, αἱ ἐκ νούσων διακρίσιες determinations, crises, Hp.Genit.3.
2 examination of accounts or revision of accounts, διάκρισις πρακτόρων Wilcken Chr.41 iii6(iii A.D.).
III decision by battle, τάξεων πρὸς ἀλλήλους Plb.18.28.3; quarrel, dispute, Epicur. Ep.1p.29U., Arat.109, Milet.3.149.39.
IV in X.Cyn.4.1, space between the eyes in dogs.
V separation of tumour from blood vessels, Antyll. ap. Orib.45.2.9.
2 secretion, οὔρων Aret.SA1.9, cf. Gal.6.382.
VI a bandage, Id.18(1).777.
Spanish (DGE)
διακρίσεως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hp.Cord.11; plu. nom. διακρίσιες Hp.Genit.3, Ti.Locr.94c]
I como acción fís.
1 separación c. gen. subjet. τὴν διάκρισιν καὶ τομὴν αὐτοῦ (τοῦ πυρός) περὶ τὸ σῶμα ἡμῶν Pl.Ti.61d, c. gen. obj. χρηστῶν καὶ πονηρῶν Plu.2.719b, ῥινοῖο Opp.H.1.288, ἀπὸ σώματος ψυχῆς Ph.1.410, ἐτησίων ὡρῶν διακρίσεις Ph.2.115, κόμης Plu.Crass.24, ἔχει τριχῶν κατεψηγμένων διάκρισιν Poll.4.140
•medic. ablación, amputación (τῆς προσφύσεως) Sor.152.20.
2 fil. separación de los primeros elementos διάκρισιν ... ἀντὶ γενέσεως Anaxag.B 10, κατὰ τὴν πρώτην διάκρισιν Placit.2.13.2 (= Emp.A 53), cf. Arist.Metaph.988b33, ὁ τῶν στοιχείων χωρισμὸς καὶ διάκρισις Hom.Clem.6.13
•en distintos sistemas fil. separación de los componentes esenciales = διάκρισις καὶ διάλυσις ἡ παρὰ φύσιν Pl.Phlb.32a, cf. Dam.Pr.523, del cuerpo y el alma, Diog.Oen.39.4.7, en plu., Plu.2.424e
•disgregación de los átomos al morir, de donde muerte Phld.Mort.8.22, Phld.Mort.37.34.
3 división de la tierra αἱροῦνται δὲ τρεῖς ἄνδρες ἐπὶ τὴν διάκρισιν καὶ διανομήν Plu.TG 13
•τῶν πραγμάτων διάκρισις trad. de lat. separatio bonorum Iust.Const.δέδωκεν 7d.
II medic., cien.
1 exhalación ἡ γὰρ ἀτμὶς ὕδατος διάκρισις ἐστιν Arist.Mete.340b3, ἡ καπνώδης διάκρισις Arist.Mete.341b15.
2 diferenciación, distinción de los miembros, crecimiento τῶν μελέων Hp.Nat.Puer.18, (τὰ ἐπικυήματα) ἢν μήπω διάκρισιν ἔχῃ Hp.Superf.1, ἐν τοῖς ᾠοῖς λαμβάνει τὴν διάκρισιν Arist.GA 740b2
•disgregación τοῦ αἵματος Hp.Cord.11, Gal.9.602.
3 dilatación Pl.Ti.64e.
III efecto
1 espacio de separación entre los ojos μέτωπα πλατέα, τὰς διακρίσεις βαθείας X.Cyn.4.1, cf. Poll.5.57.
2 cierta manera de vendar Gal.18(1).777, Sor.Fasc.159.7.
IV de operaciones intelectuales
1 distinción διακρίσεως ἄξια γένη Pl.Lg.908b, καλοῦ τε καὶ κακοῦ Ep.Hebr.5.14, cf. Ach.Tat.3.2.9, διαίρεσις καὶ διάκρισις τῶν ὀνομάτων Plu.2.23a, ἵν' ὁμόλογοι ταὶ διακρίσιες τῶν σωμάτων γίγνωνται Ti.Locr.l.c.
•capacidad de distinción, discernimiento τῆς τῶν ἀμφισβητουμένων διακρίσεως τέχνη Luc.Herm.69, διακρίσεις πνευμάτων (facultad de) distinción entre los espíritus, 1Ep.Cor.12.10, χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων Ath.Al.M.26.876B, cf. 900A, de las tres pers. de la Trinidad διάκρισις ὑποστάσεων Gr.Nyss.Or.Catech.8.10, τοῦ νοῆσαι τὰς τέχνας αὐτοῦ Callinic.Mon.V.Hyp.24.102, πάντα μετὰ διακρίσεως ἐποίει Ath.Al.M.28.1496D.
2 interpretación de signos y presagios τῶν σημείων D.S.17.10, ὀνειράτων Paus.1.34.5, cf. Ph.1.660, σοφὸς ἐν διακρίσει λόγων 1Ep.Clem.48.5, cf. Sm.Ge.40.8
•medic. diagnóstico αἱ ἐκ νούσων διακρίσιες Hp.Genit.3, τῆς σημειώσεως Sor.107.30.
3 admin. revisión, comprobación de libros de cuentas o documentos ὁ στρατηγὸς ... διάκρισιν πρακτόρων ποιησάμενος Wilcken Chr.41.3.6 (III d.C.), τῆς γενομένης ὑπ' ἐμοῦ ... διακρίσεως, ὡς ἐνεδέχετο ἐκ τῶν ... βιβλίων PGiss.48.5 (III d.C.), cf. BGU 1871.8 (I a.C.), PTeb.302.21 (I d.C.), ἔσχον τούτου τὸ ἴσον εἰς διάκρισιν conservé un duplicado de este documento para su comprobación, PGot.4.30 (III d.C.), ἐν δὲ τῇ διακρίσει τασσόμενος, οὐ δεδύνημαι τὰς τοῦ γένους μου ἀποδείξεις παρασχέσθαι POxy.2898.12 (III d.C.).
V juicios y concursos
1 decisión, resolución τοῖς ἁμιλλωμένοις τὴν διάκρισιν ἱκανῶς ἀποδιδούς Pl.Lg.765a, παρέχειν εἰς τὴν τῶν ψευδομαρτυριῶν διάκρισιν Pl.Lg.937b, δικαστὰς ἐπὶ τὴν διάκρισιν τῶν δικῶν IIasos 80.5 (heleníst.), cf. PTor.Choachiti 12.4.11 (II a.C.), BGU 1757.6 (I a.C.), διάκρισις Ἀλκινόοιο A.R.4.1169
•de donde juicio τοὺς δεομένους διακρίσεως συντρέχειν τοῖς κριταῖς X.Cyr.8.2.27.
2 resolución final de batallas τῶν τάξεων καὶ τῶν ἀνδρῶν πρὸς ἀλλήλους διάκρισις Plb.18.28.3, παρηγορία ... τὸ τάχος τῆς διακρίσεως D.Chr.38.21
•de donde batalla, lucha τὴν συνέχειαν τῶν ἐκ παρατάξεως διακρίσεων Plb.35.1.5.
VI 1turbación interior, duda τῶν διάκρισιν ὑποβαλλόντων ἢ τάραχον μηθέν Epicur.Ep.[2] 78, λύσαντας πᾶσαν τῶν καρδιῶν τὴν διάκρισιν Basil.Ep.51.2, unido a γογγυσμός Clem.Al.QDS 31, Chrys.M.62.241.
2 riña, disputa διακρίσεις διαλογισμῶν Ep.Rom.14.1.
French (Bailly abrégé)
διακρίσεως (ἡ) :
(διά en séparant);
1 séparation ; distance, intervalle;
2 action de décider, décision, jugement.
Étymologie: διακρίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάκρισις, διακρίσεως, ἡ [διακρίνω] scheiding:. διάκρισιν δὲ εἰσῆγεν ἀντὶ γενέσεως hij voerde in plaats van ontstaan scheiding (van elementen) in Anaxag. B 10; διακρίσεις καὶ συγκρίσεις scheidingen en verbindingen Plat. Sph. 243b; κόμης διακρίσει door een scheiding in het haar Plut. Crass. 24.1; αἱροῦνται δὲ τρεῖς ἄνδρες ἐπὶ τὴν διάκρισιν καὶ διανομήν drie mannen worden gekozen voor selectie en verdeling (van het land) Plut. TG 13.1. onderscheid:. διακρίσεως ἄξια γένη soorten die men dient te onderscheiden Plat. Lg. 908b; δ. καλοῦ τε καὶ κακοῦ onderscheid tussen goed en kwaad NT Hebr. 5.14. beslissing:. τοῖς ἁμιλλωμένοις τὴν διάκρισιν ἱκανῶς ἀποδιδόναι op bevredigende wijze jureren tussen de deelnemers Plat. Lg. 765a.
German (Pape)
ἡ,
1 Absonderung, Trennung; καὶ διάλυσις Plat. Phil. 32a; Gegensatz σύγκρισις, Tim. 64e; der Zwischenraum, Xen. Cyn. 4.1; Kampf, πρὸς ἀλλήλους, Pol. 18.11.3; Unterscheidung, Plat. Legg. X.908b.
2 Entscheidung, Beurteilung; ψευδομαρτυριῶν Plat. Legg. XI.937b; τοῖς ἁμιλλωμένοις τὴν δ. ἀποδοῦναι, VI.765a; Xen. Cyr. 8.2, 21 und sonst; ὀνειράτων, Auslegung, Paus. 1.34.5; σημείων, DS. 17.11.
Russian (Dvoretsky)
διάκρῐσις: διακρίσεως ἡ
1 разделение, разложение (σύγκρισις καὶ δ. Plat., Arst.);
2 лощина, ущелье (διακρίσεις βαθεῖαι Xen.);
3 разбор, решение (τὴν διάκρισιν ἀποδοῦναί τινι Plat.): οἱ δεόμενοι διακρίσεως Xen. тяжущиеся стороны;
4 спор, разногласие (τῶν ἀνδρῶν πρὸς ἀλλήλοις Polyb.);
5 различение (διακρίσεως ἄξια γένη Plat.);
6 истолкование, толкование (σημείων Diod.);
7 выделение, испарение (καπνώδης Arst.).
English (Strong)
from διακρίνω; judicial estimation: discern (discerning), disputation.
English (Thayer)
διακρισεως, ἡ (διακρίνω), a distinguishing, discerning, judging: πνευμάτων, καλοῦ τέ καί κακοῦ, μή εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν, not for the purpose of passing judgment on opinions, as to which one is to be preferred as the more correct, διαλοσμος, 1). (Xenophon, Plato, others.)
Greek Monotonic
διάκρῐσις: διακρίσεως, ἡ (διακρίνω),·
I. χωρισμός, διάλυση, σε Εμπεδ.
II. απόφαση, κρίση, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
διάκρῐσις: διακρίσεως, ἡ, χωρισμός, διάλυσις, ἀντίθετον σύγκρισις, Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2.6, 11, Ἀναξ. ἐν τοῖς Φυσ. 3.4, 5, Πλάτ. κ. ἄλλ. 2) ἐν συγκεκριμένῃ ἐννοίᾳ, διάλυσις, ἡ ἀτμὶς ὕδατος δ. ἐστὶν Ἀριστ. Μετεωρ. 1.3, 18, πρβλ., 1.4, 3. ΙΙ. ἀπόφασις, κρίσις, Πλάτ. Νόμ. 765Α, Ξεν. Κύρ. 8.2, 27· ἑρμηνεία ὀνείρων ἢ οἰωνῶν, Παυσ. 1.34, 5. ΙΙΙ. φιλονικία, συζήτησις, Πολύβ. 18.11, 4· ἔρις, Ἄρατ. 109. ΙV. ἐν Ξεν. Κυν. 4,1, τὸ μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν διάστημα παρὰ τοῖς κυσίν.
Middle Liddell
διάκρῐσις, διακρίσεως διακρίνω
I. separation, dissolution, Emped.
II. a decision, judgment, Xen.
Chinese
原文音譯:di£krisij 笛阿-克里西士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:經過-審判(著)
字義溯源:判斷,辨別,差異,辯論,分別,分辨;源自(διακρίνω)=徹底分開,辨明);由(διά)*=通過)與(κρίνω)*=辨別)組成。參讀 (γνώμη)同義字
出現次數:總共(3);羅(1);林前(1);來(1)
譯字彙編:
1) 分辨(1) 來5:14;
2) 辨別(1) 林前12:10;
3) 辯論(1) 羅14:1
English (Woodhouse)
decision, judgment, judgement, legal decision
Translations
decision
Arabic: قَرَار, تَصْمِيم; Egyptian Arabic: حكم; Hijazi Arabic: قرار; Armenian: որոշում; Azerbaijani: qərar; Basque: erabaki; Belarusian: рашэнне; Bulgarian: решение; Catalan: decisió; Chinese Cantonese: 決定; Mandarin: 決定, 决定; Czech: rozhodnutí; Danish: beslutning; Dutch: beslissing, besluit; Esperanto: decido; Finnish: päätös; French: décision; Georgian: გადაწყვეტილება; German: Entscheidung, Beschluss; Greek: απόφαση; Ancient Greek: αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, σύγκρισις, ψήφισμα, ϝαδά; Hebrew: הַחְלָטָה; Hindi: निर्णय, फ़ैसला; Hungarian: döntés; Icelandic: ákvörðun; Irish: cinneadh; Italian: decisione; Japanese: 決定, 決断; Kazakh: шешім; Khmer: សម្រេច, សាលក្រម, ការសម្រេចចិត្ត; Korean: 결정; Kurdish Central Kurdish: بڕیار; Latin: consultum, decretum; Latvian: lēmums, apņemšanās; Lezgi: къарар; Lithuanian: sprendimas, nutarimas; Macedonian: одлука; Malay: keputusan; Maltese: deċiżjoni; Maori: tatūnga; Middle French: decision; Mizo: thutlûkna; Mongolian: шийдвэр; Ngazidja Comorian: âzma; Norwegian Bokmål: beslutning; Occitan: decision; Oromo: murtii; Papiamentu: desishon; Persian: تصمیم; Polish: decyzja; Portuguese: decisão; Romanian: decizie, hotărâre; Russian: решение, урегулирование; Serbo-Croatian Cyrillic: одлука, решење; Roman: odluka, rešenje, rješenje; Slovak: rozhodnutie; Slovene: odločitev; Sorbian Lower Sorbian: rozsud; Spanish: decisión; Swedish: beslut; Tabasaran: къарар; Ukrainian: рі́шення, вирішення; Vietnamese: quyết định; Zazaki: qerar, hıkum
amputation
Afrikaans: amputasie; Arabic: بَتْر, قَطْع; Armenian: անդամահատում, անդամահատություն; Belarusian: ампутацыя; Bulgarian: ампутация; Catalan: amputació; Chinese Mandarin: 截肢, 切斷/切断; Czech: amputace; Dutch: amputatie; Esperanto: amputado; Finnish: amputaatio; French: amputation; Galician: amputación; Georgian: ამპუტაცია; German: Amputation; Greek: ακρωτηριασμός; Ancient Greek: ἀκρωνία, ἀκρωτηριασμός, ἀποκοπά, ἀποκοπή, ἀπόκοψις, ἀποτομά, ἀποτομή, ἀφαίρεσις, διάκρισις, ἐκκοπή, ἔκκοψις, ἔκτμησις, ἐκτομή; Haitian Creole: anpitasyon; Hebrew: כריתה; Hungarian: amputálás; Icelandic: aflimun; Indonesian: amputasi; Irish: teascadh; Italian: amputazione; Japanese: 切断; Korean: 절단(切斷) / 절단(截斷); Macedonian: ампутација; Malayalam: അംഗച്ഛേദനം; Maori: poronga, pōutonga; Navajo: atsʼáozʼaʼ kʼégéésh; Polish: amputacja; Portuguese: amputação; Romanian: amputare, amputație; Russian: ампутация; Sardinian Gallurese Sardinian: mutzatura; Serbo-Croatian Cyrillic: ампутација; Roman: amputacija; Slovak: amputácia; Slovene: amputacija; Spanish: amputación; Swedish: amputation; Tagalog: paggapong; Turkish: ampütasyon; Ukrainian: ампутація; Welsh: trychiad; West Frisian: amputaasje