ἀποκάκησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cowardice, Hsch. s.v. ἀπόκνησις.
German (Pape)
[Seite 305] ἡ, Feigheit, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκάκησις: -εως, ἡ, ἀποδειλίασις, δειλία, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόκνησις.
εως, ἡ,
A cowardice, Hsch. s.v. ἀπόκνησις.
[Seite 305] ἡ, Feigheit, VLL.
ἀποκάκησις: -εως, ἡ, ἀποδειλίασις, δειλία, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόκνησις.