ἀπόκνησις

From LSJ

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκνησις Medium diacritics: ἀπόκνησις Low diacritics: απόκνησις Capitals: ΑΠΟΚΝΗΣΙΣ
Transliteration A: apóknēsis Transliteration B: apoknēsis Transliteration C: apoknisis Beta Code: a)po/knhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, shrinking from, στρατειῶν Th. 1.99; ἀ. πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνας Plu.2.783b.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acción de retroceder, titubeo, indecisión ἀ. τῶν στρατειῶν Th.1.99, πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνας Plu.2.783b.

German (Pape)

[Seite 307] ἡ, Zögerung aus Furcht, Thuc. 1, 99.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
refus ou hésitation par faiblesse ou par crainte.
Étymologie: ἀποκνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκνησις: εως ἡ боязнь, нерешительность (στρατειῶν Thuc.; πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκνησις: -εως, ἡ, ἀποφυγή, ἀποχὴ ἕνεκα ὄκνου, φόβου, ἀπ..., στρατειῶν Θουκ. 1. 99· ἀπ. πρός τι Πλούτ. 2. 783Β.

Greek Monolingual

ἀπόκνησις, η (Α) αποκναίω
δισταγμός για κάτι.

Greek Monotonic

ἀπόκνησις: -εως, ἡ, αποφυγή κάποιου πράγματος λόγω δειλίας ή οκνηρίας, με γεν., σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀποκνέω
a shrinking from, c. gen., Thuc.

English (Woodhouse)

shrinking from

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

detreclatio, refusal, avoidance, 1.99.3.