έως, ὁ, (ῥῆγος)
A dyer, Sch.Il.9.661, Hsch.
[Seite 839] ὁ, Färber, Schol. Il. 9, 661.
ῥηγεύς: έως, ὁ, (ῥῆγος) βαφεύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 661 (657), Ἡσύχ.