λατρεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A hired servant, Lyc.393.
German (Pape)
[Seite 18] ὁ, der Diener um Lohn, Lycophr. 393.
Greek (Liddell-Scott)
λατρεύς: έως, ὁ, ἐπιμίσθιος ὑπηρέτης, Λυκόφρ. 393.
έως, ὁ,
A hired servant, Lyc.393.
[Seite 18] ὁ, der Diener um Lohn, Lycophr. 393.
λατρεύς: έως, ὁ, ἐπιμίσθιος ὑπηρέτης, Λυκόφρ. 393.