ἐχέκολλος
English (LSJ)
ον,
A glutinous, sticky, Hp.Art.33 (Comp.); πηλός Plu.2.966d; τὸ ἐχέκολλον ib.735f; ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη takes glue best, Thphr.HP5.6.2. Adv. -λως Dsc.5.153.
ον,
A glutinous, sticky, Hp.Art.33 (Comp.); πηλός Plu.2.966d; τὸ ἐχέκολλον ib.735f; ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη takes glue best, Thphr.HP5.6.2. Adv. -λως Dsc.5.153.