ἐχέκολλος

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέκολλος Medium diacritics: ἐχέκολλος Low diacritics: εχέκολλος Capitals: ΕΧΕΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: echékollos Transliteration B: echekollos Transliteration C: echekollos Beta Code: e)xe/kollos

English (LSJ)

ἐχέκολλον, glutinous, sticky, Hp.Art.33 (Comp.); πηλός Plu.2.966d; τὸ ἐχέκολλον ib.735f; ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη takes glue best, Thphr. HP 5.6.2. Adv. ἐχεκόλλως Dsc.5.153.

German (Pape)

[Seite 1124] Leim haltend, zusammenleimend; πηλός Plut. sol. an. 10; a. Sp.; τὸ ἐχέκολλον, der Leim, Plut. frat. amor. 7. – Adv., Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui colle, gluant ; τὸ ἐχέκολλον glu.
Étymologie: ἔχω, κόλλα.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέκολλος: клейкий, липкий (πηλός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέκολλος: -ον, πλήρης κόλλης, ῥητινώδης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· ἐλάτη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5.6, 2· πηλοῦ ἐχεκόλλου Πλούτ. 2. 966D· τὸ ἐχέκολλον, ἡ κόλλα, αὐτόθι 735Ε. -Ἐπιρρ. -λως, Διοσκ. 5. 172.

Greek Monolingual

ἐχέκολλος, -ον (Α)
1. γεμάτος κόλλα, κολλώδης, ρητινώδης («ἐχέκολλον μάλισταπεύκη», Θεόφρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐχέκολλον
η κόλλα.
επίρρ...
ἐχεκόλλως (Α)
κολλητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + κόλλα.