αἶκλον
English (LSJ)
or ἄϊκλον, τό,
A the evening meal at Sparta, Epich.37, Alcm. 71, Polem. Hist.86, cf. Ath.4.139b:—also αἶκνον, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
αἶκλον: ἢ ἄϊκλον, τό, ἑσπερινὸν φαγητὸν ἐν Σπάρτῃ, Ἐπίχ. 20. Ahr., Ἀλκμὰν 71· πρβλ. Ἀθήν. 139Β· ἕτερος τύπος αἶκνον ἀναφέρεται ὑπὸ Ἡσυχ. Σουΐδ. καὶ Εὐστ.: - πρβλ. ἄκολος.