εως, ἡ, (ῥύπτω)
A cleansing, purifying, Pl.Ti.65e, Ti.Locr.100e.
[Seite 854] ἡ, die Reinigung, Plat. Tim. 65 a.
ῥύψις: ἡ, (ῥύπτω) «κάθαρσις, καθαρισμὸς» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Τίμ. 65Ε, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Ε.