σιτοδεία

Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

Ion.σῑτο-είη, ἡ,

   A want of food, famine, Hdt.1.22,94, Th.4.36, IPE12.32A23 (Olbia, iii B.C.), LXX Le.26.26, Plb.1.18.10, OGI 194.10 (Egypt, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, ion. σιτοδηΐη, Mangel an Getreide, an Brot, übh. an Nahrung; Her. 1, 22. 94; Thuc. 4, 36; σιτοδείας παρὰ πᾶσιν ἀνθρώπ οις γενομένης, Dem. 20, 33; καὶ σπάνις τῶν ἀναγκαίων, Pol. 1, 18, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδεία: ἡ, ἔλλειψις σίτου ἢ τροφῆς, Ἡρόδ. 1. 22, 94. Θουκ. 4. 36. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 444.