ἡ,
A old fashioned ways, Plu.Phoc.3.
[Seite 364] ἡ, alterthümliche Sitte u. Lebensart, Plut. Phoc. 3.
ἀρχαιοτροπία: ἡ, ἀρχαῖος τρόπος, ἀρχαῖον ἦθος, Πλουτ. Φωκ. 3.