φλεβοπαλία

Revision as of 11:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A beating of the pulse, Democr.120, Gal.9.499.

German (Pape)

[Seite 1290] ἡ, der Pulsschlag, Democrit. bei Erotian. v. φλενοδώδη.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοπᾰλία: ἡ, κτύπος ἢ παλμὸς τῆς φλεβός, «καὶ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίαν καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν» Ἐρωτιαν. σελ. 382 κἑξ.