κτύπος
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
English (LSJ)
ὁ, crash, bang, din, κτύπος θεῶν ἔριδι ξυνιόντων Il.20.66, cf. 12.338, A.Th.100, etc.; of thunder, S.OC1463 (lyr.), A.Pr.923; of the trampling of feet, περί τε κ. ἦλθε ποδοῖιν Od.16.6, cf. S.Ph.202; rattling of chariots or sound of horses' feet, Il.10.535, al., S.El.714, Ar.Eq.552 (lyr.); of a storm, A.Ag.1533 (lyr.); noise made by one knocking at the door, Id.Ch.653; ὀξύχειρ κτύπος, of the beating of breasts by mourners, ib.23; στέρνων κτύπος E.Supp.87: in plural, κτύπος χερῶν Id.Ph.1351 (lyr.); of the sound of many voices, S.OC1500; of gates shutting, Aen.Tact.20.4; κτύπου ἀχὼ χάλυβος A.Pr.133 (lyr.); rarely of musical sound, σαλπίγγων κτύπος B.Fr.3.9.—Rare in Prose, Th.7.70, Pl.Criti.117e, X.Cyr.7.1.35, Aen.Tact.l.c.
German (Pape)
[Seite 1520] ὁ, wie κτύπημα, jedes durch Schlagen, Stoßen, Stampfen hervorgebrachte Geräusch, Lärm, z. B. des auftretenden Fußes, ὑπὸ δὲ κτύπος ὤρνυτο ποσσὶν ἀνδρῶν Il. 19, 363, wie Od. 16, 6; vgl. Soph. Phil. 202; vom Pferdegetrappel u. Gerassel der Wagen, ἵππων, Il. 10, 535. 17, 175; vgl. Soph. πᾶς ἐμεστώθη δρόμος κτύπου κροτητῶν ἀρμάτων, El. 704; vom Schlachtgetöse, Il. 12, 338; κτύπος Διός, der Donner, 15, 379, wie Aesch. Prom. 925; μέγας ἐρείπετο κτύπος Soph. O. C. 1463; ἀσπίδων Aesch. Spt. 96, öfter; Geschrei, Soph. O. C. 1496; seltener in Prosa, Plat. Critia. 117 e. – Bei Aesch. Ch. 23, χοὰς προπομπὸς ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ, das mit Schlagen der Brust verbundene Wehklagen, wie στέρνων κτύπος Eur. Suppl. 87, vgl. Phoen. 1360.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruit produit par un choc ; bruit retentissant.
Étymologie: cf. γδοῦπος, δοῦπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτύπος -ου, ὁ [~ δοῦπος?] zelden in proza gedreun, het dreunen;. ἵππων ὠκυπόδων van snelvoetige paarden Il. 10.532; Διὸς κτύπον het gedonder van Zeus Il. 15.379; κτύπος ὅπλων wapengekletter Xen. Cyr. 7.1.35. kabaal, herrie:. ὄμβρου κτύπον geraas van een regenstorm Aeschl. Ag. 1533; κοινὸς κτύπος algemeen kabaal Soph. OC 1500.
Russian (Dvoretsky)
κτύπος: (ῠ) ὁ
1 гром (Διός Hom.);
2 гром, лязг, звон (ἀσπίδων Aesch.);
3 шум, крик (ἐμπόρων Plat.);
4 топот (ἵππων Hom.);
5 грохот (ἁρμάτων Soph.);
6 удары, биение: στέρνων κ. Eur. биение себя в грудь.
Greek (Liddell-Scott)
κτύπος: ῠ, ου, ὁ, πᾶς μέγας θόρυβος ἢ ἦχος ἰσχυρός, κρότος, οἷον ὁ κρότος τῆς βροντῆς, κτ. θεῶν Ἰλ. Υ. 66, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 923, Σοφ. Ο. Κ. 1463· ὁ κρότος τοῦ πατήματος τῶν ποδῶν, πέρι δὲ κτ. ἦλθε ποδοῖιν Ὀδ. Π. 6, πρβλ. Ἰλ. Μ. 338, Σοφ. Φιλ. 202· ὁ κρότος τῶν ἁμαξῶν ἢ τῶν ποδῶν τῶν ἵππων, Ἰλ. Κ. 535, κ. ἀλλ., πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 714, Ἀριστοφ. Ἱππ. 552· ἐπὶ καταιγίδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1533· ὁ θόρυβος τῆς μάχης, ἡ κλαγγὴ τῶν ὅπλων, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 100, κτλ.· ὁ θόρυβος ἢ ψόφος ὁ ἐκ τῆς κρούσεως θύρας, «χτύπημα», ὁ αὐτ. ἐν Χο. 653· χειρῶν, στέρνων κτ., ὃν ποιοῦσιν οἱ θρηνοῦντες, αὐτόθι 23, Εὐρ. Ἱκέτ. 87, Φοίν. 1351, πρβλ. κτύπημα· ἐπὶ τοῦ ἤχου πολλῶν φωνῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1500· ― σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 70, Πλάτ. Κριτί. 117Ε, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 35. (Ἴσως συγγενὲς τῷ δοῦπος, γδοῦπος.)
English (Autenrieth)
any loud noise such as a crash, thunder; of the stamping of the feet of men, or the hoofs of horses, the tumult of battle, and the bolts of Zeus, Od. 16.6, Il. 10.532, Il. 12.338.
English (Slater)
κτῠπος loud noise σὺν κτύπῳ Πα. Πα. 13a. 15.
Greek Monolingual
και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος)
1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ.
2. κρούση, κτύπημα
νεοελλ.-μσν.
1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος της καρδιάς» β. «χτύπος του ρολογιού»)
2. καρδιοχτύπι, σφοδρός παλμός της καρδιάς, αγωνία («τον έπιασε χτύπος μόλις το άκουσε»)
μσν.
φρ. «κτύπος ἀζαρίου» — ζαριά, ρίξιμο ζαριών
αρχ.
1. θόρυβος της μάχης, κλαγγή τών όπλων («ἀκούετ' ἀσπίδων κτύπον», Αισχύλ.)
2. θρήνος με στηθοκοπήματα, θρήνος και οδυρμός, κοπετός («στέρνων κτύπον», Ευρ.)
3. ήχος πολλών φωνών, κραυγές («τίς αὖ παρ' ὑμών κοινὸς ἠχεῖται κτύπος;», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι τ. κτύπος/κτυπῶ αποτελούν εκφραστικούς ηχομιμητικούς σχηματισμούς (πρβλ. γδούπος: γδουπώ). Πιθ. το κτυπώ να είναι προϊόν συμφυρμού τών (γ)δουπώ και τύπτω, ενώ, κατ' άλλους, η λ. εμφανίζει προθηματικό κ-. Ο τ. χτύπος < κτύπος, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού (κ-) σε διαρκές (χ-) (πρβλ. κτίζω: χτίζω).
ΠΑΡ. αρχ. κτυπώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κτυποκάρδι. (Β' συνθετικό) αρχ. άκτυπος, αλίκτυπος, αρματόκτυπος, βαρύκτυπος, διδυμόκτυπος, δίκτυπος, δορίκτυπος, εγχίκτυπος, επτάκτυπος, ερίκτυπος, ετερόκτυπος, ηλιόκτυπος, ισόκτυπος, κατάκτυπος, κοπετόκτυπος, κυμόκτυπος, λυρόκτυπος, μεγαλόκτυπος, μυδροκτύπος, νιφόκτυπος, ομβροκτύπος, ομόκτυπος, οπλόκτυπος, ορίκτυπος, στερνοκτύπος, τρίκτυπος, χαλκεόκτυπος, χαλκόκτυπος, χειρόκτυπος, χιονόκτυπος
νεοελλ.
αντίκτυπος, ποδόκτυπος].
Greek Monotonic
κτύπος: [ῠ], -ου, ὁ, κάθε δυνατός θόρυβος, συντριβή κεραυνού, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· λέγεται για ποδοβολητό, σε Όμηρ.· λέγεται για καταιγίδα, σε Αισχύλ.· οχλοβοή μάχης, σύγκρουση όπλων, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: strong noise, cracking, stamping (Il.).
Compounds: Very often as 2. member, e.g. βαρύ-κτυπος with loud noise (h. Cer.).
Derivatives: Beside it, prob. as intensive, κτυπέω (Il.) with κτυπῆσαι (S., E.), also aor. 2 κτυπεῖν (Il.; metr. conditioned?, Porzig Satzinhalte 25), often with prefix (late), e.g. ἐπι-, κατα-, ὑπο-, crack, rumble, trans. make rumble. κτύπημα = κτύπος (Critias, E.), -ητής one who makes noise (Suid.), κτυπία ὁ ἐπιθαλάμιος κτύπος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive soundword, which reminds of δοῦπος, δουπέω (s. v.), further unknown. Acc. to Güntert Reimwortbildungen 158 cross of (γ) δουπέω and τύπτω; foll. Meillet BSL 28, c. r. 117 from κ-τύπος with κ-prefix, cf. Deroy Ant. class. 23, 309 and Ruijgh L'élém. achéen 148. On the formation s. Schwyzer 718. - Wrong interpretations in Bq. - No doubt of Pre-Greek origin, with variation voiced / unvoiced (a prefix κ- is unknown to me); Fur. 120.
Middle Liddell
κτῠ́πος, ου,
any loud noise, a crash of thunder, Il., Aesch.; of the trampling of feet, Hom.; of a storm, Aesch.; battle- din, clash of arms, Aesch.
Frisk Etymology German
κτύπος: {ktúpos}
Grammar: m.
Meaning: starker Lärm, Gekrache, Gestampfe, Getöse (vorw. poet. seit Il.).
Composita: Sehr oft als Hinterglied, z.B. βαρύκτυπος mit schwerem Getöse (h. Cer. usw.).
Derivative: Daneben, wohl als Intensiv, κτυπέω (seit Il.) mit κτυπῆσαι (S., E. usw.), auch Aor. 2 κτυπεῖν (Il. u. a.; metrisch bedingt?, Porzig Satzinhalte 25), oft mit Präfix (fast nur sp.), z.B. ἐπι-, κατα-, ὑπο-, krachen, erdröhnen, trans. erdröhnen lassen. Davon κτύπημα = κτύπος (Kritias, E. u. a.), -ητής Lärmer (Suid.), κτυπία· ὁ ἐπιθαλάμιος κτύπος H.
Etymology: Expressives Schallwort, an δοῦπος, δουπέω erinnernd (s. d.), aber sonst dunkel. Nach Güntert Reimwortbildungen 158 Kreuzung von (γ) δουπέω und τύπτω; nach Meillet BSL 28, c. r. 117 aus κτύπος mit κ-Präfix, vgl. noch Deroy Ant. class. 23, 309 und Ruijgh L’élém. achéen 148. Zur Bildung noch Schwyzer 718. — Verfehlte Deutungen bei Bq.
Page 2,36
English (Woodhouse)
clash, noise, inarticulate sound, loud sound, roll of drums
Mantoulidis Etymological
(=κρότος). Ἴσως ἀπό τό τύπτω μέ προθεματικό κ-, εἶναι συγγενικό μέ τό γδοῦπος. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα κτυπέω -ῶ.