ματαιοφροσύνη

Revision as of 11:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

   A = κενοφροσύνη, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοφροσύνη: ἡ, μωρία, ἀνοησία, ἀφροσύνη, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 80, ἐν τῷ πληθ.