κενοφροσύνη
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
and κενόφρων, v. κενεοφροσύνη.
German (Pape)
[Seite 1417] ἡ, übler Sinn, leerer Wahn; Plut. Ages. 37; Phot. erkl. ματαιοφροσύνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
frivolité d'esprit.
Étymologie: κενόφρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενοφροσύνη -ης, ἡ [κενόφρων] leeghoofdigheid.
Russian (Dvoretsky)
κενοφροσύνη: ἡ душевная пустота, легкомыслие, несерьезность Plut.
Greek Monolingual
κενοφροσύνη και κενεοφροσύνη, ἡ (Α) κενόφρων
κενότητα του νου, ανοησία, μωρία.
Greek Monotonic
κενοφροσύνη: ἡ, κενότητα, ρηχότητα μυαλού, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κενοφροσύνη: ἡ, κενότης νοῦ, κενόν, μάταιον φρόνημα, Τίμων 3. 2, Πλουτ. Ἀγησ. 37· «κενοφροσύνη· ματαιοφροσύνη» Φώτ.
Middle Liddell
κενοφροσύνη, ἡ,
emptiness of mind, Plut. [from κενόφρων