παρεκδρομή
German (Pape)
[Seite 513] ἡ, die Abschweifung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκδρομή: ἡ, παρέκβασις, Εὐστ. Πονημάτ. 284. 20, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 115C.
[Seite 513] ἡ, die Abschweifung, Eust.
παρεκδρομή: ἡ, παρέκβασις, Εὐστ. Πονημάτ. 284. 20, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 115C.