παρέκβασις

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέκβᾰσις Medium diacritics: παρέκβασις Low diacritics: παρέκβασις Capitals: ΠΑΡΕΚΒΑΣΙΣ
Transliteration A: parékbasis Transliteration B: parekbasis Transliteration C: parekvasis Beta Code: pare/kbasis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A going aside from: metaph., deviation from, τοῦ δικαίου Arist.Pol. 1307a7.
2 especially of the deviations of constitutional forms, as τυραννίς is a π. of monarchy, oligarchy of aristocracy, democracy of ἡ πολιτεία, Id.EN1160a31, cf. Pol.1279a20, 1283a29, al.
II digression, Is.6.59 (pl.), Plb.1.15.13, al., Apollon. Cit.3; τὴν π. ποιήσασθαι, ποιεῖσθαι τὰς π., D.H.1.53, D.S.1.37, cf. Phld.Rh.1.157S.; κατὰ παρέκβασιν Plb.3.2.7, 31.30.4, S.E.P.3.101.

German (Pape)

[Seite 513] ἡ, Abweichung vom rechten Wege, rechten Maaße, Arist. eth. 8, 12 pol. 3, 7 u. öfter; Abschweifung in der Rede, Isae. 6, 59, Pol. 3, 9, 6; ἵνα μὴ μακρὰς ποιώμεθα τὰς παρεκβάσεις, D. Sic. 1, 37; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
déviation (de la forme d'un gouvernement).
Étymologie: παρεκβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρέκβασις -εως, ἡ [παρεκβαίνω] overtreding:. διὰ τὴν... τοῦ δικαίου παρέκβασιν door de schending van de rechtvaardigheid Aristot. Pol. 1307a7. afwijking; ongunstig:; πολιτείας δ’ ἐστὶν εἴδη τρία, ἴσαι δὲ καὶ παρεκβάσεις er zijn drie soorten staatsvormen en evenzovele ontaardingen Aristot. EN 1160a31; uitweiding.

Russian (Dvoretsky)

παρέκβᾰσις: εως ἡ
1 отход, уклонение, нарушение (τοῦ δικαίου Arst.; τοῦ συνήθους Plut.);
2 (в речи), отступление, отклонение, Isae., Diod.: κατὰ παρέκβασιν Polyb. в порядке отступления, отклонившись от темы.

Greek Monotonic

παρέκβᾰσις: -εως, ἡ, παρέκκλιση, απομάκρυνση από, με γεν., σε Αριστ.· για τους κυριότερους πολιτειακούς τύπους, η τυραννίς είναι η παρέκβασις από τη μοναρχία, η ολιγαρχία από την αριστοκρατία, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρέκβᾰσις: ἡ, τὸ παρεκβαίνειν· - μεταφορ., ἔκκλισις ἀπό τινος, τοῦ δικαίου Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 5. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐπὶ τὰ χείρω παρεκκλίσεων τῶν κυριωτέρων τύπων πολιτευμάτων, οἷα ἡ τυραννὶς εἶναι παρέκβασις τῆς βασιλείας, ἡ ὀλιγαρχία τῆς ἀριστοκρατίας, ἡ δημοκρατία τῆς πολιτείας. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 2 κἑξ., πρβλ. Πολιτικ. 3. 6, 11., 3. 7, 5., 3. 13, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. παρέκβασις ἀπὸ τοῦ προκειμένου, Ἰσαῖ 62. 13, Πολύβ., κλ.· κατὰ παρέκβασιν Πολύβ. 3. 2, 7, κτλ.

Middle Liddell

παρέκβᾰσις, εως,
a deviation from, c. gen., Arist.; of constitutional forms, τυραννίς is a παρέκβασις from monarchy, oligarchy from aristocracy, Arist.