ἡ,
A landjourney, Hdn.Epim.105.
[Seite 542] ἡ, zu Fuße Gehen, Hdn. epimer. 105.
πεζοπορία: ἡ, ὁδοιπορία διὰ ξηρᾶς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 105, Ἐκκλ.· -πορεία, Φωτ. Βίβλ. 183. 10, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς.