εως, ἡ,
A confession, ἥττης D.S.17.68.
[Seite 338] ἡ, das Eingeständniß, die Verabredung; Schol. Ar. Thesm. 465; D. Sic.
ὁμολόγησις: ἡ, ὁμολογία, Διόδ. 17. 68· ὡσαύτως ὁμολογησία, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙΙ, 361Β.