ἐξαγορεία
English (LSJ)
or ἐξᾰγορ-ία, ἡ,
A excantation of disease, cure by confession, Ptol.Tetr.170.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαγορεία: ἡ, = ἐξαγόρευσις ΙΙ, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλ. 2. 10, σ. 89C.
or ἐξᾰγορ-ία, ἡ,
A excantation of disease, cure by confession, Ptol.Tetr.170.
ἐξαγορεία: ἡ, = ἐξαγόρευσις ΙΙ, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλ. 2. 10, σ. 89C.