ητος, ἡ,
A foulness, An.Ox.2.440.
[Seite 182] ητος, ἡ, = μιαρία, Sp.
μιαρότης: ἡ, = μιαρία. Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 136, κλ.