μιαρία
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ἡ,
A brutality, X.HG7.3.6, Is.5.11, D.29.4.
II defilement, esp. bloodguiltiness, Antipho 2.3.1, 3.3.12; τὴν αὑτοῦ μ. εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκτρέψαι Id.2.3.9:—condemned by Phryn.323.
German (Pape)
[Seite 182] ἡ, das Wesen od. die Handlungsweise eines μιαρός, Schlechtigkeit, Verbrechen, bes. Mord, Blutschuld, von Phryn. p. 343 (vgl. B. A. 108) verworfen; Antiph. 2 γ 1; Is. 5, 11; περὶ τῆς αἰσχροκερδίας καὶ μιαρίας, Dem. 29, 4; Xen. Hell. 5, 3, 6 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impureté, perversité, scélératesse.
Étymologie: μιαρός.
Russian (Dvoretsky)
μιᾰρία: ἡ порочность, преступность, мерзостность (αἰσχροκερδία καὶ μ. Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
μιᾰρία: ἡ, ὁ χαρακτήρ ἢ διαγωγὴ τοῦ μιαροῦ, ἀχρειότης, τὸ κτηνῶδες τῆς φύσεώς τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 6, Ἰσαῖ. 51. 32, Δημ. 845. 23. ΙΙ. = μίασμα, μόλυσμα, ἰδίως μίασμα ἐκ φόνου, Ἀντιφῶν 118. 2., 124. 2, κτλ.· μ. ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 119. 3· - ὁ Φρύνιχ. ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν λέγων ὅτι εἶναι ἀδόκιμος, σ. 343 Λοβ.
Greek Monolingual
η (Α μιαρία) μιαρός
ο χαρακτήρας και η διαγωγή του μιαρού, αχρειότητα, μιαρότητα
αρχ.
μίασμα, μόλυσμα, ιδίως από φόνο.
Greek Monotonic
μιᾰρία: ἡ, (μιαρός), κτηνωδία, σε Ξεν., Δημ.
Middle Liddell
μιᾰρία, ἡ, μιαρός
brutality, Xen., Dem.