αὐτοτέλεια

Revision as of 11:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ,

   A perfection, completeness, Ocell.1.9.    II complete sentence, proposition, A.D.Synt.12.4, al.; αὐ. τοῦ λόγου ib.5.20.

German (Pape)

[Seite 403] ἡ, Selbstständigkeit, Vollkommenheit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοτέλεια: ἡ, αὐτὴ ἡ τελειότης, ἄκρα τελειότης, ἐντέλεια, Ὄκελλ. Λευκ. σ. 510, Α. Β. 595· - Ἐπιθ. -τέλειος, ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ τέλειος, Πρόκλ. αὐτοτελειότης, ἡ, τὸ εἶναί τινα αὐτοτέλειον, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 26. 24.