ἐντέλεια
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
ἡ, (ἐντελής)
A completeness, perfection, τοῦ λόγου A.D.Synt.186.15.
II full rights, GDI1339.11 (Dodona).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 prob. plenitud de derechos ciudadanos, esp. derecho de acceso a cargos públicos, otorgado como privilegio, frec. en decr. de proxenía del Epiro Μολοσσοὶ ἔδωκαν ... αὐτῷ ... προξενίαν, πολιτείαν, ἔνκτασιν, ἀτέλειαν καὶ ἐντέλειαν como un privilegio IEpir.App.3 (IV a.C.), cf. 12 (Dodona IV/III a.C.), SEG 23.471 (Dodona IV a.C.), 26.701.16 (Dodona III a.C.), 24.448 (Epiro III a.C.), 37.511 (Dodona II a.C.), IEpir.App.33.11 (Dodona II a.C.), IM 32.46 (III a.C.)
•interpr. como una τάξις ἀρχοντική Hsch.
2 perfección, plenitud ἐντέλεια τοῦ λόγου A.D.Synt.186.15, μέτρου Eust.689.42.
3 gram. forma plena, de la forma no contracta γαμέω καὶ τελέω ἐντέλειαί ἐστιν ... τοῦ γαμῶ καὶ τελῶ Hdn.Gr.2.311, cf. 326
•forma correcta, de la forma sin aféresis τὸ δὲ «ἐνέρτερος» ἡ ἐντέλεια ἐστι τοῦ «νέρτερος» Eust.619.14.
4 aplicación, dedicación Gr.Naz.M.35.1017B.
German (Pape)
[Seite 854] ἡ, Vollendung, Vollkommenheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντέλεια: ἡ, (ἐντελὴς) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐντελές, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 187. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐντέλειαι· τάξις ἀρχοντική».
Greek Monolingual
η (AM ἐντέλεια)
τελειότητα, πληρότητα («τῶν ἤχων ἡ ἐντέλεια», Παλαμάς)
νεοελλ.
φρ. «στην ἐντέλεια» — πλήρως, πολύ καλά
αρχ.
πλήρη δικαιώματα.