πηλικότης

Revision as of 11:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A magnitude, size, A.D.Pron.26.13, Gal.1.333, Sch.Ar.Pl.377 : opp. ποσότης (quantity), Nicom.Ar.1.7.

German (Pape)

[Seite 610] ητος, ἡ, Größe, Alter, übh. Quantität; Nicom. ar. 1, 2; Quinctil. 7, 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πηλῐκότης: ἡ, μέγεθος, ἀντίθετ. τῷ ποσότης. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 377, κτλ.