στρεφοδικοπανουργία

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

στρεφοδικοπανουργία: ἡ, «συντέθειται ἡ λέξις παρὰ τὸ στρεβλὸν ἦθος καὶ συκοφαντικόν. Ἀριστοφ. Ὄρνισι πικρὰν τάχ’ ὄψει στρεφοδικοπανουργίαν» Σουΐδ., ἴδε στρεψοδικἐω.