ἰσχιαδικός
English (LSJ)
ή, όν, (ἰσχίον)
A of the hips, φθίσις Hp.Coac.140. II of persons, subject to sciatica, Dsc.1.30.6, Gal.13.986. III good for sciatica, ἐπίπλασμα Dsc.2.174 (as v.l.), cf. Gal.l.c.
German (Pape)
[Seite 1272] an Hüftschmerzen, Lendenweh leidend; auch heilsam dagegen, Diosc. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχιᾰδικός: ἡ, όν, (ἰσχίον) ἀνήκων εἰς τὰ ἰσχία, φθίσις Ἰππ. 139F. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πασχόντων ἐξ ἰσχιαλγίας, Διοσκ. 1. 35, Γαλην. ΙΙΙ. ἰαματικὸς διὰ τὴν ἰσχιαλγίαν, ἐπίπλασμα Διοσκ.. 2. 205.