κουρικός

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, (κουρά)

   A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.).    II (κοῦρος A) like a youth. Adv. -κῶς Apollon.Lex.s.v.κουρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9˙ αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας˙ ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.