ταλαντεία

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ,

   A the swaying motion of anything suspended, prob. cj. in Pl.Cra.395e (τανταλεία codd. BT).

German (Pape)

[Seite 1064] ἡ, v. l. für τανταλεία Plat. Crat. 395 d.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαντεία: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω κίνησις πράγματος αἰωρουμένου, Πλάτ. Κρατ. 395Ε (διάφ. γραφ. τανταλεία)· - τᾰλάντευσις, ἡ, = ταλαντεία, Βυζ.