γονικός
English (LSJ)
ή, όν, (
A γονή 11.1) of the seed, γ. ἔκκρισις Arist.Pr.879b28. 2 ancestral, νόμοι Tim.Lex. s.v. πατρονομούμενοι.
German (Pape)
[Seite 501] 1) zur Zeugung gehörig, ἔκκρισις Arist. probl. 4, 26, Saamenausleerung. – 2) die Eltern betreffend, väterlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γονικός: -ή, -όν, (γονή ΙΙ) τῆς σπορᾶς, τοῦ σπέρματος, γ. ἔκκρισις Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 6. 2) προγονικός, Βυζ.