προγονικός
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
προγονική, προγονικόν, derived from parentage, ἀφορμή Metrod.Herc.831.15; ancestral, πράξεις, δόξα, ἀρετή, Plb.3.64.2, 13.6.3, Ph.2.444; πολιτεία, δυναστεία, LXX 2 Ma.8.17, D.S.17.24; κτήσεις Mitteis Chr.31i22(ii B.C.); σορός Judeich Altertümer von Hierapolis No.245.
German (Pape)
[Seite 714] ή, όν, die Vorfahren betreffend; δόξα, Pol. 13, 6, 3; πράξεις, 3, 62, 2; Luc. de salt. 79.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προγονικός -ή -όν [πρόγονος] voorvaderlijk.
Russian (Dvoretsky)
προγονικός: прародительский, свойственный предкам, стародавний (πράξεις Polyb.; ἀξιώματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
προγονικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τοὺς προγόνους ἀνήκων, Πολύβ. 3. 64, 2., 13. 6, 3, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προγονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρόγονος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους προγόνους, πατρογονικός, προπατορικός (α. «προγονική δόξα» β. «προγονικαὶ κτήσεις», επιγρ.)
2. αυτός που προέρχεται από τους προγόνους, πατροπαράδοτος
νεοελλ.
συνεκδ. παμπάλαιος, αρχαίος.