ή, όν,
A plucked: δρεπτόν, a name for a kiss, TeleclId.13.
δρεπτός: -ή, -όν, (δρέπω) ὃν ἔδρεψέ τις, δρεπτόν, εἶδος φιλήματος, ἁρπακτόν, Τηλεκλείδ. Ἀψευδ. 3 (Ἡσύχ.).