νωχαλός

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

German (Pape)

[Seite 274] und νωχαλής, auch νοχαλός, andere Schreibungen für νωχελής, Hesych., so auch νωχαλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νωχᾰλός: -ή, -όν, = νωχελής, κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ κνώδαλον˙ - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νωχαλίζει˙ βραδύνει».