ἀντανακλαστικός
German (Pape)
[Seite 243] sich zurückbeziehend, ἀντωνυμίαι, pron. reciproca, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανακλαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀντανάκλασιν, ἡ ἀν. ἀντωνυμία, αὐτοπαθής, Γραμμ.: - ὡσαύτως ἀντανάκλαστος, ον, Πρισκιαν.